ἐντεροκήλη

ἐντεροκήλη
ἐντερο-κήλη, ,
A intestinal hernia, rupture, Dsc.1.74 (pl.), Gal.7.36, Cels.7.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐντεροκήλη — intestinal hernia fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντεροκήλη — η (AM ἐντεροκήλη) κήλη που δημιουργείται από πτώση τμήματος τού εντέρου μέσα στο όσχεο …   Dictionary of Greek

  • εντεροκήλη — η (ιατρ.), κήλη η οποία οφείλεται σε πρόπτωση του εντέρου μέσα σε σάκο που αποτελείται από το περιτόναιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντεροκηλῶν — ἐντεροκήλη intestinal hernia fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεροκήλαις — ἐντεροκήλη intestinal hernia fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεροκήλην — ἐντεροκήλη intestinal hernia fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεροκήλης — ἐντεροκήλη intestinal hernia fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεροκήλας — ἐντεροκήλᾱς , ἐντεροκήλη intestinal hernia fem acc pl ἐντεροκήλᾱς , ἐντεροκήλη intestinal hernia fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντερεκηλιτικός — ἐντεροκηλιτικός, ο (Α) αυτός που πάσχει από εντεροκήλη …   Dictionary of Greek

  • εντερόμφαλον — ἐντερόμφαλον, το (Α) εντεροκήλη και ομφαλοκήλη …   Dictionary of Greek

  • εχεκήλης — ἐχεκήλης, ες (Α) αυτός που πάσχει από εντεροκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + κήλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”